ευπάροιστος

ευπάροιστος
εὐπάροιστος, -ον (Α)
1. αυτός που παραφέρεται εύκολα
2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάρ-οιστος (< παρ-οίσω, μέλλ. τού παρα-φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”